δισσογονώ

δισσογονώ
δισσογονῶ και διττογονῶ (-έω) (Α)
γεννώ με δύο τρόπους, είμαι και ζωοτόκος και ωοτόκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δισσός + -γονώ < -γονος < γίγνομαι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • διττός — και δισσός, ή, ό (AM διττός και δισσός, ή, όν) 1. διπλός, αυτός που απαρτίζεται από δύο όμοια ή διαφορετικά μέρη 2. εκείνος που παρουσιάζεται με δύο μορφές 3. διφορούμενος, ασαφής αρχ. 1. στον πληθ. δύο 2. (για έγγραφο) αυτός που γράφτηκε εις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”